βούτηγμα

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source

Greek Monolingual

και βούτημα, το βουτώ
1. καταβύθιση, εμβάπτιση
2. συνεκδ. το εμβαπτιζόμενο στο ρόφημα κουλούρι, μπισκότο κ.λπ.
3. βουτιά, μακροβούτι
4. φρ. «το βούτημα του ήλιου» — η δύση
5. βίαιη αρπαγή κάποιου πράγματος
6. δόλια υπεξαίρεση, κλοπή
7. ξαφνικό άρπαγμα, λαβή
8. άσεμνη χειρονομία σε γυναίκα.