βρόδον
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
i.e. ϝρόδον, Aeol. for ῥόδον, Sapph.68.2, Supp.25.13, A.D. Adv.157.20.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
éol. p. ῥόδον.
Étymologie: DELG de *Ϝρόδον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
βρόδον: Αἰολ. ἀντὶ ῥόδον, Σαπφὼ 69 Ahr.
Greek Monolingual
βρόδον, το (Α)
(αιολ. τ.) ρόδον.
[ΕΤΥΜΟΛ. βρόδον < Fρόδον (βλ. ρόδο)).