γαλιά
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
η (Α γαλέη και γαλῆ, Μ γαλέα)
μικρό ψάρι, σταχτί με μαύρα στίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. γαλιά < μσν. γαλέα (με συνίζηση) < αρχ. γαλή].