γεμιστός

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεμιστός Medium diacritics: γεμιστός Low diacritics: γεμιστός Capitals: ΓΕΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: gemistós Transliteration B: gemistos Transliteration C: gemistos Beta Code: gemisto/s

English (LSJ)

γεμιστή, γεμιστόν, laden, full, Ath.9.381a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν relleno γεμιστοῦ χοίρου Ath.381a.

Greek (Liddell-Scott)

γεμιστός: -ή, -όν, πεφορτωμένος, πλήρης, Ἀθήν. 381Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γεμιστός, -ή, -όν, Μ και γεμωστός)
ο γεμάτος, ο πλήρης
νεοελλ.
(για φαγητά) αυτός που τον έχουν παρασκευάσει με γέμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. γεμιστός < γεμίζω
μσν. γεμωστός < γεμώζω (βλ. γεμίζω)].