γενναιότητα
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Greek Monolingual
η (AM γενναιότης) γενναίος
μεγαλοφροσύνη, ανδρεία
νεοελλ.
γενναιοδωρία, απλοχεριά
αρχ.
1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια
2. (για τη γη) ευφορία.