γερτός
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
και γυρτός, -ή, -ό
1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος»)
2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια»)
3. ξαπλωμένος
4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος.