γερτός

From LSJ

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454

Greek Monolingual

και γυρτός, -ή, -ό
1. κυρτός, καμπύλοςγερτός πεύκος»)
2. σκυφτόςγερτός από τα χρόνια»)
3. ξαπλωμένος
4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος.