γλυκόπικρος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l'amertume a qqe douceur.
Étymologie: γλυκύς, πικρός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α γλυκύπικρος, -ον, Μ γλυκόπικρος, -ον)
1. αυτός που έχει γεύση και γλυκιά και πικρή
2. εκείνος που είναι και ευχάριστος και δυσάρεστος, ο οποίος φέρνει και χαρά ή ηδονή και πίκρα ή οδύνη (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος γλυκύπικρας ὀδύνας», Καλλίμ.
γ. «Ἔρος... γλυκύπικρον... ὄρπετον» — γλυκόπικρο ερπετό, Σαπφώ).