γλωσσοκάτοχο

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

Greek Monolingual

το (Α γλωσσοκάτοχον, το και γλωσσοκάτοχος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. ειδική χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η γλώσσα και έλκεται προς τα έξω κατά τη γενική νάρκωση
αρχ.
επίθ. αυτός που συγκρατεί τη γλώσσα του, που ελέγχει αυτά που λέει.