γλωσσοκάτοχο
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
το (Α γλωσσοκάτοχον, το και γλωσσοκάτοχος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. ειδική χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η γλώσσα και έλκεται προς τα έξω κατά τη γενική νάρκωση
αρχ.
επίθ. αυτός που συγκρατεί τη γλώσσα του, που ελέγχει αυτά που λέει.