Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead
ο (AM δάνειος, -ον)1. ο δανεικός, με επιστροφή2. ξένος τον οποίο παρουσιάζει κάποιος ως δικό τουνεοελλ.(γλωσσολ.) «δάνεια γλωσσικά στοιχεία» — όσα έχουν ληφθεί από ξένες γλώσσες.