δεσποτισμός

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυθαίρετος τρόπος, αυταρχική συμπεριφορά
2. η δεσποτεία, η κυριαρχία της θελήσεως μιας τάξεως ή ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξένου όρου
πρβλ. γαλλ. despotisme. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].