διάταξη
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM διάταξις) διατάσσω
1. τακτοποίηση, διευθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση
2. διάταγμα πολιτικής ή εκκλησιαστικής αρχής
3. κατάταξη τών μερών του γραπτού λόγου
νεοελλ.
1. περίοδος του ισχύοντος Συντάγματος, νόμου, κανονισμού κ.λπ. που αφορά σε ορισμένο θέμα («θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος»)
2. «ημερήσια διάταξη» — πίνακας τών θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν στη συνεδρίαση Βουλής, σωματείου ή άλλου συλλογικού οργάνου
3. το έγγραφο που περιέχει την ημερήσια διάταξη
αρχ.-μσν.
1. διαταγή, προσταγή, εντολή, παραγγελία («τῆ διατάξει σου διαμένει ἡμέρᾳ», ΠΔ)
2. διαθήκη
αρχ.
συμφωνία, συνθήκη.