διαζητέω
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
A search through, examine, Ar.Eq.1292, Pl.Plt. 258b, etc.
II seek out, invent, λόγους εὖ διεζητημένους Ar.Th. 439.
Spanish (DGE)
investigar, examinar διεζήτηχ' ὅποθεν ... ἐσθίει Κλεώνυμος Ar.Eq.1291, τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Pl.Plt.258b, ἐντιθεὶς εἰς βάθος τὴν χεῖρα χάριν τοῦ διαζητῆσαί τι τῶν ἐν αὐτῷ Gal.18(1).552, en v. pas. λόγους ἀνηῦρεν εὖ διεζητημένους Ar.Th.439
•abs. realizar una investigación, POxy.237.8.21, PMerton 101.3 (ambos II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διαζητέω: μέλλ. -ήσω, ζητῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω ἀκριβῶς, Εὔπολ. (;) ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. 577, Πλάτ. Πολιτ. 258Β. ΙΙ. εὑρίσκω, ἐφευρίσκω, λόγους Ἀριστοφ. Θεσμ. 439.
German (Pape)
durchsuchen, erforschen; τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Plat. Polit. 258b; – ersinnen, λόγους Ar. Th. 432.
Russian (Dvoretsky)
διαζητέω:
1 рассматривать, исследовать (τινα Plat.);
2 изыскивать, выдумывать (ποικίλους λόγους Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-ζητέω nauwkeurig zoeken.