διαρρηγνύω
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
Spanish (DGE)
desgarrar, romper τὰ δίκτυα ταῖς τῶν ὀνύχων ἀκμαῖς Opp.H.Par.23.29.
Greek Monolingual
(AM διαρρηγνύω και διαρρήγνυμι)
1. παραβιάζω, ανοίγω δια της βίας, κάνω διάρρηξη
2. σπάζω, θρυμματίζω, θραύω σε όλη την έκταση του
3. φρ. «διέρρηξε τα ιμάτιά του» — διαμαρτυρήθηκε έντονα διακηρύσσοντας την αθωότητά του
4. διακόπτω (αρραβώνα, σχέσεις κ.λπ.).