διασκηνάω

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. διασκηνέω.

Russian (Dvoretsky)

διασκηνάω: = διασκηνέω.

Greek (Liddell-Scott)

διασκηνάω: ἢ -έω, πηγνύω σκηνὰς εἰς διάφορα μέρη καὶ κατασκηνῶ, δ. εἰς ἢ κατὰ τόπον Ξεν. Ἀν. 4. 4, 8, καὶ 5, 29· πρβλ. ἑξ. ΙΙ. ἀπέρχομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, καταλείπω τὴν σκηνήν, ἀντίθ. συσκηνῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 38, πρβλ. Ἑλλ. 4. 8, 18.

Greek Monotonic

διασκηνάω: ή -έω, μέλ. -ήσω,
I. διασκορπίζομαι ολόγυρα και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (σκηναί), κατασκηνώνω, καταλύω, σε Ξεν.
II. αποχωρώ από τη σκηνή του συντρόφου, στον ίδ.

Middle Liddell

or -έω fut. ήσω
I. to disperse and retire each to his quarters (σκηναί), to take up one's quarters, Xen.
II. to leave a comrade's tent, Xen.