διατριπτικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
διατριπτική, διατριπτικόν, fit for bruising, μύρον Ar.Lys.943.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
raspante, irritante μύρον prob. como si fuera un medicamento (cf. διατρίβω A I 1), aunque quizá c. doble sent. retardatorio Ar.Lys.943.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατριπτικός -ή -όν [διατρίβω] vertragend.
Russian (Dvoretsky)
διατριπτικός: досл. служащий для натирания, перен. ирон. служащий для затяжки (μύρον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
διατριπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τριβήν, μύρον Ἀριστοφ. Λυσ. 943.
Greek Monolingual
διατριπτικός, -ή, -όν (Α)
κατάλληλος για τρίψιμο («οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.)