διεθίζω
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
A become chronic, Aret.CD1.2.
II of persons, become habituated, ἐμέτῳ Archig. ap. Orib.8.23.1.
Spanish (DGE)
prolongarse ἢν δὲ διεθίζῃ χρόνῳ μακρῷ τὸ ἄλγημα Aret.SD 1.2.1, Gal.19.417.
Greek (Liddell-Scott)
διεθίζω: γίνομαι χρόνιος, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 2.
Greek Monolingual
διεθίζω (Α) εθίζω
1. διαρκώ πολύ καιρό
2. (για πρόσ.) συνηθίζω.