διεισδύω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεισδύω Medium diacritics: διεισδύω Low diacritics: διεισδύω Capitals: ΔΙΕΙΣΔΥΩ
Transliteration A: dieisdýō Transliteration B: dieisdyō Transliteration C: dieisdyo Beta Code: dieisdu/w

English (LSJ)

v. διεισδύνω.

Greek Monolingual

διεισδύω και διεισδύνω) εισδύω
εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το
νεοελλ.
1. κρύβομαι, τρυπώνω
2. εμβαθύνω.