Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: διεισδύω | Medium diacritics: διεισδύω | Low diacritics: διεισδύω | Capitals: ΔΙΕΙΣΔΥΩ |
Transliteration A: dieisdýō | Transliteration B: dieisdyō | Transliteration C: dieisdyo | Beta Code: dieisdu/w |
v. διεισδύνω.
(Α διεισδύω και διεισδύνω) εισδύω
εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το
νεοελλ.
1. κρύβομαι, τρυπώνω
2. εμβαθύνω.