διετήσιος
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
διετήσιον, lasting through the year, θυσίαι Th.2.38, cf. Inscr.Prien.112.69 (i B. C.). Adv. διετησίως Ar.Fr.766.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene lugar a lo largo de todo el año ἀγῶνες καὶ θυσίαι Th.2.38, cf. D.H.2.63, ἑορταί Luc.Merc.Cond.19, Poll.1.57, ὅτι μὴ καιροῖς τισι διετησίοις excepto en algunas ocasiones a lo largo del año D.H.1.15, cf. Hsch.
•de cultivos que dura o se mantiene todo el año op. ὡραῖα Ael.Ep.20, NA 3.10.
2 adv. -ως durante todo el año Ar.Fr.807.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui dure toute l'année ; au plur. en parl. de jeux et de sacrifices qui se succèdent sans interruption d'un bout à l'autre de l'année.
Étymologie: διά, ἔτος.
German (Pape)
das Jahr durch dauernd; ἀγῶνες καὶ θυσίαι Thuc. 2.38; Dion.Hal. 1.32. – Aber B.A. 35 wird das adv. aus Thuc. und Ar. angeführt, = δι' ἔτους, καθ' ἕκαστον ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
διετήσιος: длящийся в течение всего года (или круглый год), годичный (θυσίαι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
διετήσιος: -ον, ὁ διαρκῶν ἐπὶ ὁλόκληρον ἔτος ἢ γινόμενος δι’ ὅλου τοῦ ἔτους, Λατ. perennis, θυσίαι Θουκ. 2. 38. -Ἐπίρρ. -ίως, Α. Β. 35.
Greek Monolingual
διετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν ολόκληρο χρόνο
2. αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο.
Greek Monotonic
διετήσιος: -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, έτος, Λατ. perennis, σε Θουκ.