διώξιμο
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
το
εκδίωξη, αποπομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. του μέλλοντα διώξω (του ρ. διώκω) + (κατάλ.) -ιμο (πρβλ. γράφω-γράψω-γράψιμο)].