οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
και διώχτω
βλ. διώκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. διώχνω μεταπλασμένος ενεστώτας < εδίωξα, αόρ. του διώκω, κατά τα ρήματα σε -νω (πρβλ. δείχνω-έδειξα, ψάχνω-έψαξα)
ο τ. διώχτω αναλογικά προς τα σκάφτω, ράφτω].