δοξοσοφία
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ἡ, conceit of wisdom, Pl.Sph.231b, Phlb.49a, 49d, Plu.2.999f.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fatua creencia de que se es sabio δ. καὶ δοξοκαλία Pl.Phlb.49d, cf. Sph.231b, Plu.2.999e, Gal.5.223, Clem.Al.Strom.1.18.88, Synes.Ep.143, Dam.Fr.335.
German (Pape)
[Seite 658] ἡ, Scheinweisheit; Plat. Phil. 49 a Soph. 231 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
opinion complaisante de sa propre sagesse.
Étymologie: δοξόσοφος.
Russian (Dvoretsky)
δοξοσοφία: ἡ мнимая мудрость Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δοξοσοφία: ἡ, οἴησις ἐπὶ σοφίᾳ, Πλάτ. Σοφ. 231Β, Φιλήβ. 49Α, D.
Greek Monolingual
η (AM δοξοσοφία)
1. το να νομίζει κανείς πως είναι σοφός χωρίς να είναι, δοκησισοφία
2. ψευδοσοφία.
Greek Monotonic
δοξοσοφία: ἡ, ψευδαίσθηση σοφίας, δοκησισοφία, σε Πλάτ.