δροσοπάχνη
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, hoar-frost, rime, Arist. Mu.394a26.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
relente fenómeno meteorológico def. como ἡμιπαγὴς δρόσος Arist.Mu.394a26.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, Reifthau, Arist. mund. 4.
Russian (Dvoretsky)
δροσοπάχνη: ἡ изморозь, иней Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δροσοπάχνη: ἡ, δρόσος μετὰ πάχνης μεμιγμένη, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 5
Greek Monolingual
η (Α δροσοπάχνη)
πάχνη μαζί με δροσιά, μισοπαγωμένη δροσιά.