ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
ἐγκάθημαι (Α)1. κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι2. ενεδρεύω3. φρουρώ, φυλάσσω4. μένω πιστός σε κάτι.