εγκαθιδρύω

From LSJ

Greek Monolingual

(AM ἐγκαθιδρύω)
ιδρύω, στήνω, τοποθετώ
νεοελλ.
(για θεσμούς, πολιτεύματα κ.λπ.) ιδρύω, θέτω σε λειτουργία.