εγχειρώ
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
(AM ἐγχειρῶ, -έω)
νεοελλ.
διενεργώ εγχείρηση
αρχ.-μσν.
1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάποιον ή κάτι
2. επιχειρώ
αρχ.
1. επιτίθεμαι
2. αρχίζω θεραπεία.