εικονογραφία
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ εἰκονογραφία)
νεοελλ.
1. η ζωγραφική απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων («βυζαντινή εικονογραφία»)
2. η τέχνη ή το έργο του εικονογράφου
3. προσωπογραφία
4. αναπαράσταση με εικόνες
5. διακόσμηση (π.χ. βιβλίου) με εικόνες