εκχύλιση

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια του εκχυλίζω, η εξαγωγή χυλού από φυτό ή καρπό κ.λπ., χύλωση, χυλοποίηση, χύλωμα
2. χημ. η διάλυση με κατάλληλο διαλυτικό υγρό και παραλαβή ορισμένων συστατικών ενός μίγματος, αλλιώς εξίκμαση.