ενιαυτοφορώ

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

ἐνιαυτοφορῶ, -έω (Α)
(για δέντρα) κρατώ τον καρπό για έναν χρόνο ώσπου να ωριμάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φορώ < -φορος < φέρω.