ενοχοποιώ

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

(AM ἐνοχοποιῶ, -έω)
καθιστώ, θεωρώ, χαρακτηρίζω κάποιον ένοχο
μσν.
1. αναλαμβάνω την υποχρέωση
2. είμαι υπεύθυνος για κάποιον.