ενυπάρχω

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνυπάρχω)
1. υπάρχω κάπου, υπάρχω μέσα σε κάτι
2. είμαι έμφυτος, συμφυής
αρχ.-μσν.
1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση
2. (γ' πρόσ.) ἐνυπάρχει
υπάρχει κάτι μέσα σε κάποιον
3. υπάρχω πραγματικά
4. περιβάλλομαι
αρχ.
(λογ.) περιλαμβάνομαι, περιέχομαι.