εξήκω

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

ἐξήκω (Α) ήκω
1. φθάνω, έρχομαιἐπειδὰν αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ δικαστήριον», Πλούτ.)
2. (για χρόνο) περνώ, λήγωἐπειδὴ τοίνυνχρόνος οὗτος ἐξήκει», Λυσ.)
3. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) πραγματοποιούμαι
4. (για μαγικές πράξεις) πετυχαίνω.