εξαργυρώνω

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

(Α ἐξαργυρώ(-όω)
νεοελλ.
ρευστοποιώ, εκποιώ, καταβάλλω ή παίρνω σε χρήμα την αξία συναλλαγματικής, επιταγής, λαχείου που κέρδισε κ.λπ.
αρχ.
μετατρέπω σε χρήμα, πουλώ («ἔδοξέ μοι τά ἡμίσεα πάσης τῆς ούσίης έξαργυρώσαντα», Ηρόδ.).