εξαρτύω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἐξαρτύω) αρτύω
ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ' ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.)
αρχ.
μέσ.
1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.)
2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («ἐγὼ φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι», Ευρ.)
3. εξασκώ
4. (μτχ.) ἐξηρτημένος
έτοιμος, σαμαρωμένος, ζευγμένος.