εξαρτύω

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

Greek Monolingual

ἐξαρτύω) αρτύω
ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ' ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.)
αρχ.
μέσ.
1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.)
2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («ἐγὼ φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι», Ευρ.)
3. εξασκώ
4. (μτχ.) ἐξηρτημένος
έτοιμος, σαμαρωμένος, ζευγμένος.