επίδεση

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπίδεσις) επιδέω
η κάλυψη τραύματος ή μέρους του σώματος με επίδεσμο για να συγκρατηθούν γάζες σε τραύμα, να συγκρατηθούν μέλη στη θέση τους ή να ασκηθεί πίεση σε ορισμένα σημεία.