επαινώ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Greek Monolingual
(AM ἐπαινῶ, ἐπαινέω) αινώ
1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ' Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ' ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.)
2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.)
μσν.- νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος
1. ξακουστός, φημισμένος («να δείξου τὰ καμώματα ὅλοι τὰ παινεμένα», Ερωτόκρ.)
2. επαινετικός
μσν.
1. μακαρίζω («παινέσετε, ἔθνη, τὸν λαόν του», Πεντ.)
3. μέσ. καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.-μσν.
(για το θείο) δοξάζω, υμνώ («ἐπαινέσατε αὐτὸν (τὸν Κύριον) πάντες οἱ λαοί», ΠΔ)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) παραδέχομαι, συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου («Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπήνεσαν κακὰ μητιόωντι», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδ.) παραιτούμαι από κάτι ευχαριστώντας ευγενικά
3. τρέφω φιλικά αισθήματα για κάποιον
4. εγκωμιάζω δημόσια
5. υπόσχομαι, δίνω ελπίδες
6. συμβουλεύω.