Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιδήμιος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

ἐπιδήμιος, -ον και -ος, -ία, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. η επιδημία
αρχ.-μσν.
(για νόσο) επιδημικός
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην πατρίδα του
3. (για πόλεμο) εμφύλιος
4. ο εγκατεστημένος σε ξένη χώρα («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», Ηρόδ.)
5. (για τρόπο, ενέργεια κ.λπ.) κοινός, συνηθισμένος
6. καθιερωμένος κάπου ως έθιμο
7. το ουδ. ως ουσ. τά ἐπιδήμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δημ-ιος (< δήμος)].