μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
(AM ἐπιδιώκω)νεοελλ.προσπαθώ με επιμονή να επιτύχω κάτι, επιζητώαρχ.-μσν.καταδιώκωαρχ.1. κινώ νέα αγωγή2. διηγούμαι, απαγγέλλω στη συνέχεια.