επικαταρώμαι

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

ἐπικαταρῶμαι, -άομαι (Α) καταρώμαι
1. καταριέμαι κάποιον με πάθος, εκφέρω κατάρες
2. (για νερό) αυτό που επάνω του έχουν απαγγελθεί κατάρες εναντίον του ενόχου που το πίνει («ὕδωρ ἐπικαταρώμενον», ΠΔ).