επικλώ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
ἐπικλῶ, -άω (AM)
παθ. ἐπικλῶμαι, -άομαι
συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.)
μσν.
παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι
αρχ.
1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω
2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» — έχω κάτι λυγισμένο («ἄνδρα, διασεσαλευμένον τὸ βάδισμα, ἐπικεκλασμένον τὸν αὐχένα», Λουκιαν.)
3. μτφ. ταράζω, φοβίζω, κλονίζω («τούτων οὐδὲν ἐπέκλασε τὸν Ὄθωνα», Πλούτ.)
4. συγκινώ, προκαλώ τον οίκτο
5. μέσ. σπάζω, συντρίβομαι («τὸν ἦχον τοῦ ὕδατος ἐπικλωμένου», Λουκιαν.)
6. φρ. «ἐπικλῶμαι τῇ γνώμῃ»
α) χάνω το θάρρος μου
β) αποβάλλω την αυστηρότητα, μαλακώνω, κάμπτομαι
7. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικλασθῆναι
συμπαθῆσαι, ἐλεῆσαι»
8. φρ. «τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν» — η εκθηλυμένη μουσική (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλω «κλαίω»].