επιπλοποιός

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

ο
τεχνίτης που κατασκευάζει έπιπλα, ειδικός στην επιπλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(ν) + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο].