επιπωλούμαι

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

ἐπιπωλοῦμαι, -έομαι (Α) πωλούμαι
1. περιέρχομαι, διέρχομαι παρατηρώντας, επιθεωρώ («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι κάποιον
3. παρατηρώ, κατοπτεύω κάποιον.