επιπόλαιος
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπιπόλαιος, -ον
θηλ. και ἐπιπολαία)
1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ.
β. «επιπόλαιες αγάπες»)
2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά («επιπόλαιο τραύμα»)
αρχ.
1. αυτός που προεξέχει
2. φανερός, πρόδηλος, καταφανής («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», Αριστοτ.)
3. (για υπνο) ήσυχος, ελαφρός («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», Λουκιαν.)
4. κοινός, συνηθισμένος, κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν», Δημοσθ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιπόλαιον
το επίπλοον
6. «επιπόλαια χρήματα» επιγρ.
η κινητή περιουσία, τα έπιπλα.
επίρρ...
επιπολαίως και -α
επιφανειακά, όχι σε βάθος, ελαφρά, με επιπολαιότητα, χωρίς σαφή επίγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπολής (βλ. λ. επιπολή)].