επίπλοον

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους)
ανατ. το δέρτρον. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα
νεοελλ.
ονομασία τών διπλώσεων του περιτοναίου που συνδέουν τα σπλάγχνα μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η υποτεθείσα σύνδεση της λέξεως με σλαβικούς τύπους (λιθ. pleve «λεπτό δέρμα», ρωσ. plevǻ «λεπτή μεμβράνη», σλοβεν. pleva «βλέφαρο»), η οποία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το α’ συνθετικό επί, είναι αμφίβολη. Πρόκειται μάλλον για ρηματ. όνομα του ρ. επι-πλέω «πλέω στην επιφάνεια» (πρβλ. και ακρό-πλοος «αυτός που πλέει ή κολυμπά στην επιφάνεια»].