επιχείρημα

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

το (AM ἐπιχείρημα) επιχειρώ
1. εγχείρημα, τόλμημα, τολμηρή πράξη ή απόπειρα
2. στρατιωτική ενέργεια εναντίον του εχθρού
3. σύντομη απόδειξη με αιτιολογία, διατύπωση σκέψης με μορφή συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται στα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία
αρχ.
βάση, ορμητήριο για στρατιωτικές επιχειρήσεις.