ερίηρος

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

ἐρίηρος, -ον, πληθ. ετερόκλ. ερίηρες) (Α)
(συν. ως επίθ. του εταίρος) στενά συνδεδεμένος, προσφιλήςἐρίηρος έταῖρος» — πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα ανθρωπωνύμιο eriwero. Ο τ. ερίηρος είναι υστερογενής, ενώ ο τ. ερίηρες μαρτυρείται από τον ‘Ομηρο και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως επίθ. του εταίροι (-ους)].