ερίηρος

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek Monolingual

ἐρίηρος, -ον, πληθ. ετερόκλ. ερίηρες) (Α)
(συν. ως επίθ. του εταίρος) στενά συνδεδεμένος, προσφιλήςἐρίηρος έταῖρος» — πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα ανθρωπωνύμιο eriwero. Ο τ. ερίηρος είναι υστερογενής, ενώ ο τ. ερίηρες μαρτυρείται από τον ‘Ομηρο και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως επίθ. του εταίροι (-ους)].