ερυθρομέλας
From LSJ
-αινα, -αν (Μ ἐρυθρομέλας, -αινα, -αν)
1. αυτός που σε μερικά μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα μαύρος
2. αυτός που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο το οποίο αποκλίνει προς το μαύρο ή μαύρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο κοκκινόμαυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + μέλας «μαύρος»].