ἐρυθρομέλας
From LSJ
English (LSJ)
αινα, αν, blackish-red, Philem.Lex. ap. Ath.14.652f.
German (Pape)
[Seite 1036] αινα, αν, schwarzröthlich, ἰσχάς Ath. XIV, 652 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρομέλας: -αινα, ἐρυθρομέλαν, μαυροκόκκινος, Ἀθήν. 652Ε.
Greek Monolingual
-αινα, -αν (Μ ἐρυθρομέλας, -αινα, -αν)
1. αυτός που σε μερικά μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα μαύρος
2. αυτός που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο το οποίο αποκλίνει προς το μαύρο ή μαύρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο κοκκινόμαυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + μέλας «μαύρος»].